μετρογραφία

μετρογραφία
η
1. το να γράφει κάποιος ύστερα από μετρήσεις
2. η τεχνική τών μετρήσεων και απεικονίσεων
3. μελέτη, πραγματεία περί μέτρων και σταθμών, αλλ. μετρολογία, μετρονομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μετρονομία — η [μετρονόμος] η επιστημονική ενασχόληση με τα μέτρα και τα σταθμά, αλλ. μετρολογία, μετρογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”